Υπάρχουν πολλοί συγγραφείς που μπορούμε να τους αναγνωρίσουμε αμέσως, χωρίς να δούμε το όνομά τους στο εξώφυλλο του βιβλίου. Το ύφος τους, σε συνδυασμό με τη θεματολογία τους, «κάνει μπαμ»: είναι χαρακτηριστικό, είναι δικό τους, και κανείς δεν μπορεί, ή και δεν θα ήθελε, να το μιμηθεί.
Πολλοί λένε, επίσης, πως το ύφος είναι το παν. Μπορεί να έχουν δίκιο. Αλλά μπορεί και να πέφτουν πολύ έξω.
Ας μιλήσουμε λοιπόν λιγάκι, σε αυτό το σημείωμα, για το ύφος των πεζογραφικών κειμένων, με τον τρόπο όμως που το κάνουμε πάντα εδώ, σε αυτή τη σειρά σημειωμάτων περί συγγραφής, εμείς, οι άνθρωποι του Bookoo, σημειωμάτων που απευθύνονται σε όσους καταπιάνονται, ή θέλουν να καταπιαστούν στα σοβαρά, με το γράψιμο, νέους και μη. Θα είμαστε, σήμερα ειδικά, λακωνικοί. Και όχι χάριν… ύφους!
Έτσι λοιπόν, δεν θα μιλήσουμε με γραμματολογικούς όρους, ούτε βέβαια θα κάνουμε μάθημα ρητορικής. Δεν θα αναφερθούμε στις αξίες του λιτού ύφους, στα προβλήματα του πομπώδους, στη δυσκολία του χιουμοριστικού, στην ποιότητα του πυκνού, στην εκζήτηση του σαρκαστικού κ.ο.κ. ύφους. Ούτε θα μιλήσουμε για το φροντισμένο, εξομολογητικό ή τυπικό ύφος.
Εκείνο που για εμάς έχει σημασία, είτε μιλάμε για έναν δόκιμο συγγραφέα είτε για κάποιον που τώρα, σήμερα, αποφάσισε να προχωρήσει στην αυτοέκδοση του πρώτου του βιβλίου, είναι πρωτίστως να έχει το δικό του ύφος. Και όχι ένα άλλο.
Ακούγεται απλό, αλλά δεν είναι.
Ακούγεται επίσης ταυτολογικό. Δεν είναι!
Ακούγεται επίσης κάπως κλισέ. Και είναι! Τα κλισέ εμπεριέχουν μεγάλες δόσεις αλήθειας, μεγάλες δόσεις κοινών τόπων, και μπορούν με μεγάλη ασφάλεια να είναι σύμμαχοί μας όταν θέλουμε να μιλήσουμε για κάτι που στηρίζεται απολύτως στον ορθό λόγο — και το γράψιμο είναι ακριβώς απότοκο, παιδί, του ορθολογισμού.
Εν αρχή ην η ιδέα, όπως έχουμε πει πολλές φορές, το στόρι, ο δραματουργικός καμβάς του βιβλίου μας. Αυτό δεν χωρά αμφισβήτηση. Τα βιβλία είναι δύο πράγματα: (α΄) ιστορίες και (β΄) και ο τρόπος που τις αφηγούμαστε. Άπαξ και έχουμε ξεκαθαρίσει μέσα μας τι θέλουμε να πούμε και γιατί, ποιοι είναι οι ήρωές μας, πού και πότε ζουν, τι αναζητούν, πώς αλληλεπιδρούν, πώς συγκρούονται και πώς αλλάζουν, πώς εξελίσσονται μέσα στον χρόνο του βιβλίου μας, ποια είναι δηλαδή η ιστορία μας και ποιοι οι φορείς της — άπαξ και τα ξεκαθαρίσουμε όλα αυτά, πρέπει να αποφασίσουμε και τον τρόπο που θα τα πούμε. Τι στιλ θα έχει το βιβλίο μας; Και γιατί τού ταιριάζει περισσότερο αυτό από εκείνο; Πώς θα συντάσσουμε τις προτάσεις μας; Πώς θα γράφουμε τους διαλόγους;
Όλα αυτά είναι μείζονα ερωτήματα που ασφαλώς πρέπει να έχουν απαντηθεί πολύ πριν αρχίσουμε να πληκτρολογούμε τις μαγικές λέξεις ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1, αλλά αφήνουν απέξω κάτι πολύ σημαντικό. Το βιβλίο μας, αυτή η ιστορία που θέλουμε να αφηγηθούμε, είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας εκφρασμένο με λέξεις. Ο εαυτός μας —και καθώς εδώ μιλάμε για βιβλία— είναι το σύνολο των αναγνώσεών μας: μέσα στο αποκλειστικά δικό μας χώμα και τις δυνατότητές του, σπείραμε τους ίδιους σπόρους που σπάρθηκαν και στα «χωράφια» όλων των άλλων συγγραφέων του καιρού μας. Είμαστε ένα κομμάτι τού σήμερα: ένα κομμάτι που δημιουργεί κόσμους. Ας το κάνουμε λοιπόν όπως ΕΜΕΙΣ μπορούμε να το κάνουμε.
Ας είμαστε αυθεντικοί. Ας είμαστε «ο εαυτός μας».
Έχει μεγάλη σημασία αυτό. Και δεν είναι εύκολο όσο ακούγεται. Γιατί ο εαυτός μας είναι πλασμένος —όπως μόλις είπαμε— από τα διαβάσματά μας. Η ίδια η ανάγκη μας για δημιουργία, για γράψιμο, γεννήθηκε επειδή διαβάσαμε πέντε, δέκα, εκατό άλλα συγκεκριμένα βιβλία, επειδή τα αγαπήσαμε και επειδή —ας το παραδεχτούμε— τα ζηλέψαμε. Και κανείς, όταν αγαπά, ταυτίζεται με το αντικείμενο του έρωτά του. Στην περίπτωσή μας, τα παραδείγματα είναι άπειρα: οι περισσότεροι συγγραφείς ξεκινούν μιμούμενοι έναν άλλον — ή ανακατώνοντας στο κείμενό τους τις φωνές δύο ή περισσότερων αγαπημένων τους συγγραφέων… πράγμα εξοντωτικό, όπως καταλαβαίνει κανείς.
Σε κάθε περίπτωση, το ύφος μας είναι πολύ συχνά μία μη συνειδητή προσπάθεια μίμησης του λογοτεχνικού ύφους ενός άλλου. Κοιτώντας το αυτό από μακριά, φαίνεται κάτι πραγματικά πολύ κακό, μία πράξη αδυναμίας, μία τακτική υποχώρησης. Αλλά όχι. Δεν είναι τόσο άσχημα τα πράγματα. Και αυτό —η μίμηση— δεν είναι κάτι στατικό. Σιγά-σιγά μάλιστα, από κείμενο σε κείμενο και από βιβλίο σε βιβλίο, κανείς ανακαλύπτει, ή επινοεί, το δικό του, ολότελα προσωπικό ύφος, όποιο και αν είναι αυτό. Επίσης, είναι εξαιρετικά συχνό το φαινόμενο να κοιτά κανείς τα πρώτα του κείμενα, ή τα πρώτα του βιβλία, και να… ντρέπεται ακόμη και να τα ξεφυλλίσει επειδή ακριβώς δεν αναγνωρίζει τον (σημερινό) εαυτό του εκεί μέσα: και επειδή βλέπει πλέον πόσο επιδεικτικά προσπαθούσε, τότε, να γίνει κάτι στηριγμένος σε πλάτες άλλων.
Οι αγαπημένοι μας συγγραφείς είναι το μόνο που έχουμε έξω από τον εαυτό μας. Ταυτόχρονα όμως είναι και μια βαριά άγκυρα, καλά γαντζωμένη στον βυθό μας. Πρέπει κάποια στιγμή να την ανελκύσουμε. Ή να κόψουμε την αλυσίδα της και να την πετάξουμε.
Πρέπει να ανακαλύψουμε τον δικό μας δρόμο, και να τον χαράξουμε περπατώντας τον μόνοι.
Όμως υπάρχει ένα «κόλπο» εδώ, που μας γλιτώνει χρόνο. Το εξής:
Δώστε βάρος στην ιστορία σας. Πώς; Με το να υιοθετήσετε ένα σχετικώς «άχρωμο» ύφος. Ένα ύφος «δημοσιογραφικό»: αυτό μίας καλής κυριακάτικης εφημερίδας. Μην επενδύετε στο «ύφος» του βιβλίου σας, αλλά στην καθαρή, στρωτή αφήγησή του. Θα διαπιστώσετε πως μπορείτε να το κάνετε πολύ πιο εύκολα από όσο ακούγεται τώρα. Και θα αισθανθείτε απελευθερωμένοι από τις «δεσμεύσεις» των λογοτεχνικών σας αγαπημένων — των ηρώων σας, των συγγραφέων που αγαπάτε.
Θα δείτε μάλιστα πως και πολλοί από αυτούς γράφουν ακριβώς έτσι: «δημοσιογραφικά». Και θα εκπλαγείτε από αυτή την ανακάλυψη.
Και θα δείτε πως πλέον είναι πολύ πιο εύκολο, εάν το θελήσετε, να διαφοροποιήσετε το άχρωμο αυτό ύφος σας — στο επόμενο βιβλίο.
Το Bookoo σού προτείνει: βρες το δικό σου ύφος — ας απιστήσεις απέναντι στους αγαπημένους σου!
Δες την ενότητα του Bookoo σχετικά με την επιμέλεια κειμένων